- αδρομερής
- -ές (Α ἁδρομερής)1. αυτός που αποτελείται από αδρά, δηλ. μεγάλα μέρη, μη λεπτομερής, γενικός, περιληπτικός2. χοντροκομμένος, τραχύς, αδρός, στιβαρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁδρὸς + μέρος.ΠΑΡ. (νεολλ.) αδρομέρεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἁδρομερής — of coarse masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρομερής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν είναι λεπτομερής, που αποτελείται από τα χοντρά ή κύρια μέρη: Η περιγραφή του ήταν πολύ αδρομερής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁδρομερῆ — ἁδρομερής of coarse neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἁδρομερής of coarse masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἁδρομερής of coarse masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερέστερον — ἁδρομερής of coarse adverbial comp ἁδρομερής of coarse masc acc comp sg ἁδρομερής of coarse neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερεστέρων — ἁδρομερής of coarse fem gen comp pl ἁδρομερής of coarse masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερεῖ — ἁδρομερής of coarse masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἁδρομερής of coarse masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερεῖς — ἁδρομερής of coarse masc/fem acc pl ἁδρομερής of coarse masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερές — ἁδρομερής of coarse masc/fem voc sg ἁδρομερής of coarse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομερεστέροις — ἁδρομερής of coarse masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁδρομεροῦς — ἁδρομερής of coarse masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)